φλοιώδη

φλοιώδη
φλοιώδης
like rind
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
φλοιώδης
like rind
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
φλοιώδης
like rind
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… …   Dictionary of Greek

  • Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… …   Dictionary of Greek

  • ζιγκίτης — Ορυκτό οξείδιο ψευδαργύρου του τύπου ZnO. Κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα, βρίσκεται σε κοκκώδη χοντροκρυσταλλικά και φλοιώδη συσσωματώματα και σπάνια με τη μορφή κρυστάλλων. Έχει ειδικό βάρος 5,4 5,7, βαθύ κόκκινο χρώμα, αδαμαντοειδή λάμψη …   Dictionary of Greek

  • κορτικοειδής — ές (βιοχ.) στον πληθ. τα κορτικοειδή καθεμιά από τις 40 περίπου οργανικές ενώσεις που ανήκουν στην οικογένεια τών στεροειδών και απαντούν στη φλοιώδη ουσία τών επινεφριδίων, αλλ. κορτικοστεροειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και… …   Dictionary of Greek

  • λεκάνορα — η βοτ. γένος λειχήνων με φλοιώδη θαλλό, το οποίο ανήκει στην τάξη λεκανορώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lecanora < λεκάνη + ὥρα] …   Dictionary of Greek

  • λεκιδέα — η βοτ. γένος λειχήνων με φλοιώδη θαλλό το οποίο ανήκει στην τάξη λεκανορώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lecidea < λεκίς, ίδος < λέκος «πιάτο»] …   Dictionary of Greek

  • λευκοτομή — η ιατρ. νευροχειρουργική επέμβαση που αποσκοπεί στη διακοπή τών συνδέσεων μεταξύ εγκεφαλικού φλοιού και τής υποκείμενης λευκής ουσίας και εκτελείται αμέσως κάτω και παράλληλα με τη φλοιώδη ουσία τού εγκεφάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητοπυρίτης — Ορυκτό που αποτελεί θειούχο ένωση του σίδηρου του τύπου FeS. Η ένωση αυτή είναι γνωστή και με την ονομασία πυροτίτης ή πυροτίνης και κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα. Έχει μεταλλική λάμψη και μπρουντζοκίτρινο χρώμα. Βρίσκεται σε φλοιώδη και… …   Dictionary of Greek

  • οστεοπόρωση — (Ιατρ.). Λέπτυνση στα σηραγγώδη και φλοιώδη στρώματα του οστού, ως αποτέλεσμα μερικής απορρόφησής του. Η νόσος αυτή είναι αποτέλεσμα τοπικών ή συστηματικών μεταβολικών διαταραχών. Συχνά παρατηρείται στην οστεομυελίτιδα, στη νόσο του Ιτσένκο… …   Dictionary of Greek

  • φλοιοεπινεφριδικός — ή, ό, Ν 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φλοιώδη ουσία τών επινεφριδίων 2. φρ. α) «φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια παραγωγής ορμονών τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων, πρωτογενής ή δευτερογενής β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”